εννοιάζομαι

εννοιάζομαι
και γνοιάζομαι και νοιάζομαι (Μ ἐννοιάζομαι)
1. φροντίζω, ενδιαφέρομαι, μεριμνώ
2. υπονοιάζομαι, υποψιάζομαι, αντιλαμβάνομαι
μσν.
Ι. (ενεργ. και μέσ.) ()γνοιάζω και ()γνοιάζομαι
1. φροντίζω, μεριμνώ, ενδιαφέρομαι
2. σκέπτομαι
ΙΙ. (μόν. το μέσ.) (ε)γνοιάζομαι
1. (απολ.) ανησυχώ, στενοχωριέμαι
2. ανησυχώ για κάτι, τό υπολογίζω, τό λογαριάζω
3. μηχανεύομαι, σχεδιάζω
4. φαντάζομαι, νομίζω, υποθέτω
5. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) ἐννοιασμένος
σκεφτικός, ανήσυχος, στενοχωρημένος («ἧτον πολλὰ ἐννοιασμένος», Διγ. Ακρ.).
επίρρ...
ἐννοιασμένα
με έγνοια, με ενδιαφέρον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έννοια + κατάλ. -άζω -άζομαι. Για τον τ. γνοιάζομαι βλ. λ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • έννοιασμα — ἔννοιασμα, το (Μ) [εννοιάζομαι] νόημα («ὅλες οἱ ἀρετὲς ἔχουν ἀρχήν... καὶ ἔννοιασμα ἀπὸ ἀγάπην», Άνθη Χαρίτων) …   Dictionary of Greek

  • ανέγνοιαστος — και ανέννοιαστος, η, ο (Μ και ἀνέννοιαστος, η, ον) 1. ξέγνοιαστος, αμέριμνος 2. αμελημένος, αφημένος στην τύχη του. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανέννοιαστος < αν στερ. + εννοιάζομαι. Ο τ. ανέγνοιαστος με επίδρ. του τ. έγνοια του ουσ. έννοια έγνοια] …   Dictionary of Greek

  • νοιάζομαι — και γνοιάζομαι 1. ενδιαφέρομαι για κάποιον ή για κάτι, μεριμνώ, έχω έγνοια 2. έχω προβλήματα που μέ απασχολούν, ανησυχώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐννοιάζομαι < ἔννοια + κατάλ. ζω, με σίγηση τού αρκτικού ε . Ο τ. γνοιάζομαι με ανάπτυξη γ προ τού ν (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”